λιταργίζω

λιταργίζω
λιταργίζω (Α)
πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ' ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιταργίσαι — λιταργίζω slip away aor inf act λιταργίσαῑ , λιταργίζω slip away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταργιεῖν — λιταργίζω slip away fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταργιοῦμεν — λιταργίζω slip away fut ind act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταργίζειν — λιταργίζω slip away pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολιταργίζω — ἀπολιταργίζω (Α) [λιταργίζω] φεύγω τρέχοντας …   Dictionary of Greek

  • λίταργος — λίταργος, ον (Α) αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω] …   Dictionary of Greek

  • λιταργισμός — λιταργισμός, ὁ (Α) [λιταργίζω] βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”